- γιορντανάτος
- η , ο1) носящий ожерелье, бусы; с ожерельем, бусами; 2) с пятнистой шеей (о птицах, животных)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γιορντανάτος — η, ο [γιοοντάνι] 1. αυτός που φοράει γιορντάνι στον λαιμό* 2. (για πουλιά και ζώα) εκείνος που έχει στον λαιμό πούπουλα ή τρίχωμα με διαφορετικό χρώμα … Dictionary of Greek